- υπαρχηγία
- η, Ν1. το αξίωμα τού υπαρχηγού2. η εξουσία τού υπαρχηγού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + αρχηγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Ι. Αντωνιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπαρχηγία — η 1. η εξουσία του υπαρχηγού. 2. το να είναι κανείς υπαρχηγός: Η υπαρχηγία προϋποθέτει ξεχωριστά προσόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λαχανάς, Κωνσταντίνος — (Βαθύ Σάμου 1769 – Χαλκίδα 1842). Αγωνιστής του 1821. Σε νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη ναυτιλία και έφτασε μέχρι τον βαθμό του πλοιάρχου. Το 1798 έμαθε ότι στην Αίγυπτο συγκροτήθηκε Ελληνική Λεγεώνα με πρωτοβουλία του Ναπολέοντα που βρισκόταν τότε… … Dictionary of Greek